- ἐπικελευστικόν
- ἐπικελευστικόςcheering onmasc acc sgἐπικελευστικόςcheering onneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικελευστικός — ἐπικελευστικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παροτρύνει, που ενθαρρύνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικελευστικόν σύνθημα για έφοδο κατά τού εχθρού … Dictionary of Greek